υπολαπάττω

υπολαπάττω
ΜΑ
εκκενώνω, αδειάζω αποκάτω («καὶ τὴν γαστέρα ἦρος ἀρχομένου πεπληρωμένην ὑπολαπάττει», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + λαπάσσω / λαπάττω «κενώνω, αδειάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”